- αποτράβηγμα
- το1. το να αποτραβιέται κανείς από κάτι, η απομάκρυνση2. η έκταση, το τέντωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτράβηγμα — το, ατος απομάκρυνση, απόσυρση: Έβλεπε κι ο ίδιος πως το αποτράβηγμά του από την παρέα αυτή κάθε μέρα γινόταν δυσκολότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek
απόσυρση — η το αποτράβηγμα, η ανάκληση: Η απόσυρση μιας μήνυσης χρειάζεται κάποια διαδικασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)